ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ // ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ "7 Θυμοί"
και συνάντηση με τον σκηνοθέτη Χρήστο Βούπουρα

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19 ΜΑΪΟΥ ΣΤΟ BAUMSTRASSE
ώρα 21:00
-είσοδος ελεύθερη -

 

Περίληψη της ταινίας

Ο Πέτρος, αρχαιολόγος στο επάγγελμα, μέσα στο κέντρο της Αθήνας, βιώνει την απογυμνωμένη ελληνική παράνοια ερχόμενος σε επαφή από επιλογή ή από σύμπτωση με ανθρώπους «διαφορετικούς»: Έναν Άραβα μετανάστη που έρχεται σε μια χώρα απίστων αποφασισμένος να την κατακτήσει. Μια Ελληνογαλλίδα τσελίστα που κουβαλά την αγωνία της αλκοολικής μητέρας της. Έναν νεαρό Αλβανό πιανίστα που φέρει την κατάρα της ευφυΐας και της προσωπικής του θεότητας. Έναν Έλληνα μετανάστη που επαναπατρίζεται, άπατρις πλέον. Έναν διευθυντή τράπεζας που πιστεύει ότι όλα εξαγοράζονται, ακόμα και η αγάπη. Έναν αστυνομικό της πεζής περιπολίας που φτιάχνει μια δική του ιστορικοπολιτική πραγματικότητα. Η επαφή του Πέτρου με αυτούς τους ανθρώπους είναι κατ’ αρχήν εμπειρία τραυματική. Για κάθε μια απ’ αυτές ο Πέτρος θα καταβάλει και ένα αντίτιμο. Μερικές φορές υλικό, άλλες καθαρά ψυχικό – συναισθηματικό. Κάποτε και τα δύο. Το κέρδος της εμπειρίας θα καλύψει την απώλεια; Ουμανισμός και αναζήτηση της ψυχικής ισορροπίας μέσα από έναν ρεαλισμό της καθημερινότητας.

trailer της ταινίας "7 ΘΥΜΟΙ"

https://vimeo.com/151363711

CAST
Maximos Moumouris
Nikos Gkelia
Sofia Kokkali
Harris Fragkoulis
Ieronimos Kaletsanos
Vasilis Xenikakis
Myzafer Zifla

CREDITS
Directed by: Christos Voupouras
Written by: Christos Voupouras / Vasiliki Iliopoulou / Yorgos Korras
Producers: Iraklis Mavroeidis / Angelo Venetis
Associate Producers: Vicky Miha / Takis Nikolakopoulos / Aris Dagios
Line Producer: Matthaios Voulgaris
Director of Photography: Kostis Gkikas
Editing: Manolis Zeakis
Sound Recordist: Leandros Ntounis
Original Music by: Fivos Delivorias
Production Manager: Alexandra Nikolaou
Set Designer: Katerina Zourari
Costume Designer: Vasilia Rozana
Make-up: Katerina Varthalitou
Production Company: Boo Productions S.A.

 

KΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ «7 ΘΥΜΟΙ» από τον ANDRE CONCALVES / ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει δώσει δείγματα γραφής από τότε που ο Γιώργος Λάνθιμος έφερε στον κόσμο τον Κυνόδοντα. Κι ακόμη κι αν δεν ακολουθούν όλες οι ταινίες απαρέγκλιτα το ελληνικό “weird” ρεύμα, οι τελευταίες που μας έχει φανερώσει το λίκνο της δημοκρατίας θα μπορούσαν άνετα να μη φέρουν καμία ετικέτα «είδους». Οι «7 θυμοί» είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα ενός κινηματογράφου με ματιά «out of the box», όπου το παράλογο μιας σειράς βινιετών συνυπάρχει πολύ αρμονικά με την αφηγηματική βάση, ακόμη κι αν οι πηγές των αναφορών της ταινίας είναι τόσες πολλές που μας φαίνεται δύσκολο να απορροφήσουμε το σύνολο μονομιάς.
Προκειμένου να περιγράψει την δύσκολη σχέση αγάπης / πόθου μεταξύ ενός σαραντάρη αρχαιολόγου και ενός εικοσάχρονου πρόσφυγα από την Αίγυπτο, ο σκηνοθέτης Χρήστος Βούπουρας διαχειρίζεται ένα τσουβάλι γεμάτο αναφορές πολιτισμικές / θρησκευτικές και οικονομικές (τόσο όσο αφορά στην συνεχιζόμενη κρίση, αλλά και όσο αφορά στο κόστος του «άυλου»). Με τόσο βαρύ φορτίο, είναι ένα ηράκλειο έργο να μοντάρεις το συνολικό υλικό με έναν τρόπο που να κάνει το πακέτο ελκυστικό.
Όμως ο Βούπουρας καταφέρνει, με έναν καθαρά ελληνικό τρόπο, να υφάνει έναν γραμμικό ιστό, όπου αυτό που αρχικά δεν έχει νόημα, δεν μας απομακρύνει απαραιτήτως από την ταινία, αλλά μας προκαλεί να θέλουμε να μάθουμε περισσότερα. Ο Βούπουρας ξεφεύγει μάλιστα από τον κανόνα του σκηνοθέτη που στην πρώτη ή δεύτερη μεγάλη μήκους ταινία του θέλει να παρουσιάσει μία ταινία αμιγώς φεστιβαλική. Είναι ένας βετεράνος του κινηματογράφου, με τριακονταετή καριέρα και ευτυχώς, αυτή η ωριμότητά του αντανακλάται σε αυτό το έργο όχι μόνον από τον τρόπο που διευθύνει τους ηθοποιούς – με αποκορύφωμα προφανώς το ντουέτο Χάρη Φραγκούλη και Νίκου Γκέλια («XENIA»), αλλά και από τον τρόπο που, σε συνεργασία με τον διευθυντή φωτογραφίας Κώστα Γκίκα, σκηνοθετεί ασπρόμαυρα πλάνα πολύ καλά δουλεμένα, τα οποία καταλήγουν να παίζουν ένα ρόλο πολύ πιο σημαντικό από αυτό που θα νόμιζε κανείς στην αρχή.
Ένα φίλμ που δύσκολα αγαπάει κανείς με την πρώτη, αλλά που η γοητεία του σε προσκαλεί να το δεις ξανά και ξανά.

OI '7 ΘΥΜΟΙ" ΑΡΕΣΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ (κριτική της ταινίας)

«Έπρεπε να γίνουν Έλληνες για ν’ αγαπήσουν» *

Αν και οι ειδήσεις που έρχονται από την Ελλάδα απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν και οι καλύτερες, δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι το σινεμά της χώρας βρίσκεται σε κρίση (πόσο μάλλον σε δημιουργική). Οι «7 θυμοί» είναι ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα αυτής ακριβώς της συγκυρίας.

Ταινίες όπως ο «Κυνόδοντας» ή το "Attenberg" κατέκτησαν τα τελευταία χρόνια το κοινό εκτός συνόρων και απέσπασαν χειροκροτήματα. Αντίθετα, ταινίες όπως «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» ή το «Ξενία» δεν κέρδισαν το δικαίωμα μιας εμπορικής πρεμιέρας εδώ (σημ.: στην Πορτογαλία), παρ’ όλα αυτά εντάχθηκαν προσφάτως στο πρόγραμμα του «Queer Lisboa».

Φέτος, το Διεθνές Φεστιβάλ του Queer Cinema στοιχημάτισε, ορθώς, στους «7 θυμούς», μία από τις κανονικού μήκους ταινίες, που ήταν από τις πιο κατάλληλες για να περάσει στο διαγωνιστικό μέρος. Αν και η πλειοψηφία των ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου που προσέλκυσαν το διεθνές ενδιαφέρον, ανήκουν σε νέους δημιουργούς, αυτό το δράμα φέρει την υπογραφή ενός βετεράνου, του Χρήστου Βούπουρα, ο οποίος έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στην δεκαετία του ’80, έχοντας προηγουμένως μια μη ευκαταφρόνητη προϋπηρεσία σαν μοντέρ. Τα χνάρια αυτής της σχολής διακρίνονται σ’ αυτήν την πέμπτη του ταινία, η οποία, παρ’ ότι δεν απαλλάσσεται από μια κάποια αντισυμβατικότητα και ίσως και από μια ροπή προς το παράλογο, φέρει μια ματιά πιο ώριμη και ζωηρή, και όσον αφορά στα ζητήματα που θίγει, αλλά και όσον αφορά στη φόρμα με την οποία τα προσεγγίζει.

Η σχέση μεταξύ ενός σαραντάρη Έλληνα αρχαιολόγου και ενός νεαρού Αιγυπτίου πρόσφυγα χρησιμοποιείται ως αφηγηματικό και συναισθηματικό κέντρο της ταινίας και μπορεί να λειτουργήσει ως η πιο προφανής σύνοψη αυτής, αλλά απέχει πολύ από το να κυριαρχήσει σε ένα έργο με άλλους ορίζοντες, ανάμεσα σε ένα διαλογισμό γύρω από την δυνατότητα για έρωτα, το τίμημα του γήρατος ή της εγγύτητος του θανάτου, τις πολιτισμικές, κοινωνικές, θρησκευτικές τάσεις που «παίζουν» στην νέα Ευρώπη.

Αξίζει τον κόπο να τονισθεί ότι ο Βούπουρας δεν επιλέγει τον πιο εύκολο δρόμο. Το βλέμμα που ρίχνει στους μουσουλμάνους βρίσκεται ένα βήμα από το να προκαλέσει κατηγορίες για ισλαμοφοβία, αλλά είναι αλήθεια ότι και το πορτραίτο των Δυτικών δεν είναι πολύ καλύτερο. Επίσης ο Χουσάν, ο νεαρός Άραβας, είναι περισσότερο μια προσωπικότητα από μόνη της, παρά το αρχέτυπο ενός λαού (η ερμηνεία του Νίκου Γκέλια, ενός εκ των πρωταγωνιστών του «Ξενία», βοηθάει πολύ, καθώς ανιχνεύονται σε αυτήν το πείσμα / ισχυρογνωμοσύνη, αλλά και το τρωτό / ευάλωτο ).

Μεταξύ μιας ρεαλιστικής πλευράς και σκηνών που «πατούν λιγότερο στη γη», με πρόσβαση στο nonsense και συμβολισμούς θρησκευτικούς (ή άλλους υπαινιγμούς που δεν αποκρυπτογραφούνται πάντοτε με ευκολία), το «7 θυμοί» δεν προσκολλάται σε κανένα κανόνα, παρά σε μια λογική εσωτερική πολύ ιδιαίτερη, η οποία καταλήγει να ανακαλύπτει τον δρόμο της – ακόμη κι αν μερικές φορές φαίνεται να χάνεται σε δευτερεύουσες πλοκές ή χαρακτήρες, όπως με έναν αστυνομικό ή έναν νεαρό μουσικό, οι οποίοι μεταφέρουν το γελοίον και την αυταπάτη στο όριο.

Αυτές οι στροφές, μερικές φορές απρόβλεπτες, δεν δρουν πάντοτε υπέρ αυτού, αλλά όμως αναπαράγουν μεγάλο μέρος της γοητείας αυτού του ενδιαφέροντος γάμου τραγωδίας και κωμωδίας (ναι, στην καλή ελληνική παράδοση), με μερικές στιγμές καυστικού χιούμορ, που εμποδίζει την κρίση μέσης ηλικίας του αρχαιολόγου (ενός σκεπτικού Μάξιμου Μουμούρη, με πάθος στο μέτρο του ρόλου), να οδηγήσει στην μιζέρια. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι πιο εύκολο να αντικρίσει κανείς την κουφή απελπισία του πρωταγωνιστή, ηχώ μιας ματιάς ενός κόσμου στοιχειωμένου από την μοναξιά και την έλλειψη επικοινωνίας, που εμπεδώνεται όπως πρέπει χάρη σε μια πανέμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία και στα πλάνα κάποιου που διαθέτει πολύ εξασκημένο μάτι. Το αποτέλεσμα μπορεί να προκαλέσει περισσότερο έναν θαυμασμό μεγάλης διάρκειας, παρά μία άνευ όρων παράδοση, αλλά δύσκολα θα βγει κανείς ανεπηρέαστος από μια ταινία που αρνείται να εγκλωβιστεί σε μια φόρμα τόσο κοφτερή.

* φράση που χρησιμοποιούν οι πορτογάλοι για να υποδηλώσουν το σθένος και τον κόπο που χρειάζεται να καταβάλει κανείς για να επιτύχει κάτι

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ «7 ΘΥΜΟΙ»

από τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο στα πλαίσια του αφιερώματος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας «Ομοφυλοφιλία και κινηματογράφος».

Όσο περνούν τα χρόνια φανερώνεται ότι ο πιο ουσιαστικός κινηματογράφος δεν διηγείται ιστορίες. Αντιπαραθέτει ένα πρόσωπο με τον κόσμο. Το υποκείμενο, το βλέμμα του δημιουργού, και τελικά η κάμερα ερευνά τον κόσμο και συμπλέκεται μαζί του.
Ανακαλύπτει και μαζί αποκαλύπτεται σε ακατάπαυστη διαπάλη, αφήνοντας το ίχνος που είναι η ταινία.
Λέμε ότι η κάμερα καταγράφει το πραγματικό και δεν ψεύδεται. Όμως ποιο είναι το πραγματικό το προϊόν της μηχανικής καταγραφής;
Όχι, αυτή είναι α-νόητη, δηλαδή χωρίς νόημα, αδρανής. Η εικόνα του πραγματικού απελευθερώνεται από το υποκείμενο καλλιτέχνη. Η κίνηση μετατρέπεται σε συγ-κίνηση.
Και επειδή ο κόσμος είναι πάνω απ όλα ο απέναντι άνθρωπος, καταλήγουμε κυρίως στη σχέση ο δημιουργός, ο ήρωας, και ο άλλος.
Η Σαντάλ Άκερμαν, σπουδαία εκπρόσωπος του κινηματογράφου που αναφέρω, είπε κάτι πρωταρχικό:
«Το δράμα είναι πως ο άλλος είναι οριστικά, αναπότρεπτα, αθεράπευτα ο άλλος».
Όλες οι ταινίες της αυτό καταγράφουν: την κίνηση του εγώ προς τον άλλο και την απόλυτη αποτυχία. Αυτή είναι η τέχνη της, αυτή και η ζωή της, σε ευθεία συνάρτηση. Σχέση μίσους εξάρτησης με τη δυνατή μητέρα της, Εβραία επιζήσασα των στρατοπέδων. Σχέσεις ερωτικές, προσεγγίσεις και φυγές με άντρες και γυναίκες. Τελικά μοναξιά. Πριν πεθάνει η μητέρα της, γύρισε συζητήσεις μαζί της, όταν εκείνη πέθανε γύρισε το σπίτι και την απουσία της. Τίτλος αυτής της ταινίας: No Home Movies Πάλι η παλινδρομική κίνηση. Ήταν η τελευταία της. Μερικούς μήνες αργότερα, αυτοκτόνησε, 65 χρόνων. Μακρηγόρησα για την Άκερμαν, γιατί είναι ανάλογη αλλά και απόλυτα αντιθετική προς τον Χρήστο Βούπουρα. Και εκείνος είναι το υποκείμενο, ο ήρωας της ταινίας. Κινείται ορμητικά προς τον κόσμο, σε ταξίδι, ερωτικό, εμπειρικό, γνωστικό, προς το άλλο, τον άλλο, τον θεμελιακά διαφορετικό. Ο άλλος ως υλικό πρόσωπο, ως στόχος επιθυμίας αλλά και το άλλο, ως διαφορετικός πολιτισμός.
Η κίνηση εμπεριέχει τη σύγκρουση, την κατάκτηση, την οικειοποίηση, την αναγνώριση, την αφομοίωση, αλλά και όλα τα αντίθετα. Σύγκρουση νίκη και ήττα συνεχώς. Όμως ο Βούπουρας αισθάνεται βαθιά ότι η αυτή η κίνηση, αυτή η διαδρομή, είναι οδυνηρή και ηδονική, είναι η τελικά θετική διαδρομή της ίδιας της ζωής. Έτσι φτιάχνει την ταινία, δημιουργεί τέχνη αλλά δεν αυτοκτονεί.
Ο ήρωάς, του ο Πέτρος και μέσα του ο Βούπουρας είναι άθεος, ομοφυλόφιλος, αρχαιολόγος. Κοιτάζει, αγγίζει, γεύεται τον κόσμο ερωτικά και πολιτισμικά, με απληστία, απορροφώντας σαν σφουγγάρι τα παλμικά στοιχεία του απόλυτα διαφορετικού στον άλλον. Στον άντρα, ερωτικό αντικείμενο, μυστηριακό άραβα, βαθιά μουσουλμάνο. Αλλά μέσα σ αυτόν και πέρα απ αυτόν, απορροφά και μορφοποιεί στην ταινία τον ψυχισμό και την έκφραση άλλων ανθρώπων και πολιτισμών, παρόντων, αλλοτινών, γλωσσικών, ή καλλιτεχνικών. Εδώ είναι η επιτυχία του κινηματογραφιστή Βούπουρα. Ο εξαιρετικός ντοκιμενταρίστικος ρεαλισμός, η φοβερή ικανότητα καταγραφής μορφών, συμπεριφοράς, λόγου, βιωμάτων, από πλείστα πρόσωπα, έξω και πέρα από τον έρωτά του.
Αναπαράγει πειστικά μια ποικίλλη και χαρακτηριστική γκάμα ανθρώπων, σχέσεων, ιστοριών, γεγονότων μύθων, από γνωστούς και αγνώστους, ο καθένας με τις εμμονές του, τα πάθη του, το ύφος και το ιδιόλεκτό του. Μια πλατιά πινακοθήκη, όπου το παράξενο και το οικείο, το παρελθόν και το παρόν συμπλέκονται απρόβλεπτα, διευρύνοντας συνεχώς την πολυπολιτισμική ανακάλυψη.
Από αυτές τις μορφές της ταινίας επισημαίνω τον τραπεζικό φίλο του, τον αντιθετικό ήρωα. Είναι ο άνθρωπος χωρίς το ταξίδι, χωρίς την ανταλλαγή. Ο έρωτας είναι μόνο το σεξ, η αρπαγή της ηδονής από το νεανικό σώμα. Άρα κυνικά αγοράζεται με χρήματα. Και με θάνατο. Όχι με ζωή, λέει ο Βούπουρας.
Όλες αυτές οι μορφές και ιστορίες, διαπεραστικά ακριβείς ορίζουν μια ιδιαίτερη διαχρονικότητα, μια τριπλή συνύπαρξη. Το τυραννικό και συναρπαστικό τώρα χρωματίζεται από μια λανθάνουσα μελαγχολία και νοσταλγικότητα ενός μυθικού χθες και, απροσδόκητα, προβάλλεται ενεργά στο αύριο.
Ο Πέτρος-Βούπουρας μέσα από την ισχυρή κεντρική σχέση με τον άλλον, τον Άραβα που ανεβαίνει σε συνεχές κρεσέντο επιθυμίας και σύγκρουσης ως τη μεγάλη ρήξη, βιώνει τη νίκη-ήττα και αναδίπλωση στον εαυτό του.
Τέλος; Όχι. Ο Βούπουρας πιστεύει στην αδιάπτωτη διαδρομή της ζωής με αέναη προωθητική δύναμη τον έρωτα, πέρα από τις νίκες και ήττες, τα κέρδη και τις απώλειες.
Το αναπάντεχα έγχρωμο τελευταίο επεισόδιο είναι μια θριαμβική επιστροφή μια συμφωνική coda,ύμνος στην πολύχρωμη λαϊκή ζωτικότητα. Ήττα του διανοούμενου αστού Πέτρου αλλά και αρχή ενός νέου κύκλου έρωτα και μάχης.
Η ταινία κλείνει όπως εξελίχθηκε χωρίς συναισθηματική ή ιδεολογική δέσμευση του θεατή. Με πάθος αλλά και με λιτά συγκρατημένη, υπερήφανη, νηφάλια υπόσταση.

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "7 ΘΥΜΟΙ"

"7 θΥΜΟΙ"
Ο ΕΡΩΤΑΣ, ΤΟ ΒΙΩΜΑ, ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ, Η ΧΑΡΑ ΚΑΙ Η ΗΔΟΝΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ.

Διάβασα το βιβλίο αρκετό καιρό αφού είχα δει την ταινία, άρα η πρόσφατη ισχυρότερη εντύπωσή μου είναι από το βιβλίο, που σημαίνει πως είχα αντιδράσεις, αν θέλετε, λογοτεχνικές. Αλλά μ’ αυτά που θα σας πω θα δείτε ότι ταινία και βιβλίο είναι ταυτόσημα στην ουσία. Κινούνται πάνω στον ίδιο άξονα. Όταν λοιπόν διάβασα το βιβλίο, μου ήρθαν στο μυαλό διάφορα αναγνώσματα αγαπημένα, από το παρελθόν, κυρίως της νεανικής μου ηλικίας, όταν γνώριζα τον κόσμο πέρα από την προσωπική μου εμπειρία και με τις εμπειρίες των άλλων που υπάρχουν μέσα στα βιβλία. Και αυτοί οι άνθρωποι, οι συγγραφείς, που θυμήθηκα διαβάζοντας τον Χρήστο Βούπουρα, ήταν πρώτα απ’ όλα βέβαια ο Μαρσέλ Προυστ. Από την άλλη πλευρά, πρόσεξα κάτι που δεν είχε ο Προυστ, γιατί πέρασε τη ζωή του μέσα σε ένα δωμάτιο, καταγράφοντας αυτά που έζησε στα νιάτα του, μέσα στη Γαλλία, μέσα στους κύκλους τους δικούς του. Η άλλη πλευρά του Χρήστου είναι το ταξίδι. Είναι η έξοδος από τον εαυτό μας, από τον περίγυρό μας, από τον πολιτισμό μας και η μαγική συνάντηση με άλλους πολιτισμούς πολύ διαφορετικούς. Από αυτή την άποψη είχαμε τους παλιούς πρωτοπόρους συγγραφείς όπως π.χ. ο Πιερ Λοτί, ο οποίος μας γνώρισε τον κόσμο των Μωαμεθανών και ιδίως τον τουρκικό. Βέβαια υπήρχαν και άλλοι που γνώρισαν στους Δυτικούς Ευρωπαίους τον κόσμο του Νότου, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, όπως ο Μορίς Μπαρές ή ο Σατομπριάν παλιότερα. Αλλά ας μείνουμε σ’ εκείνους οι οποίοι πορεύονταν προς τους πολιτισμούς που κατά κάποιον τρόπο αντιπροσωπεύονται και μέσα στο βιβλίο του Χρήστου. Λοιπόν, ο Πιερ Λοτί και βέβαια ένας σχεδόν σύγχρονός μας, ο Λόρενς Ντάρελ που ήταν στο μεταίχμιο ακριβώς των πολιτισμών, την Αλεξάνδρεια, εκεί όπου συναντώνται όλα αυτά τα ρεύματα της Δύσης και της Ανατολής. Και βεβαίως το κεντρικό θέμα του Χρήστου: Ο έρωτας, η κυριαρχία του έρωτα, ο χειρισμός του και ή της ήττας μας τελικά από τον έρωτα. Γιατί πάντα υπάρχει εκεί μια ήττα. Λοιπόν από τον Προυστ, πρώτα απ’ όλα αναγνωρίζω στον Χρήστο το «εγώ κι ο κόσμος», καταγεγραμμένος σαν ντοκουμέντο και φιλτραρισμένος από την ποιητική συνείδηση σαν διαδρομή στο χωροχρόνο της μνήμης.
Με οδηγούς λοιπόν τις σεπτές σκιές των πρωτοπόρων συγγραφέων διάβασα το βιβλίο και είδα την ταινία. Βιβλίο και ταινία έχουν διαφορές. Όμως ουσιαστικά ο μυθιστορηματικός κόσμος και λόγος αντιστοιχούν με τον κινηματογραφικό κόσμο και λόγο του Χρήστου.
Στο κέντρο, κυριαρχικά, το υποκείμενο, το εγώ. Ένα εγώ πολυσύνθετο και άκρως ενδιαφέρον. Γιατί, ενώ είναι απόλυτο, κεντρομόλο, κοιτάζει τον κόσμο με επιθετική απληστία και μαζί εγωκεντρική πεποίθηση, συγχρόνως απορροφά σαν σφουγγάρι τα παλμικά στοιχεία του «άλλου», των άλλων ανθρώπων, των τόπων, του παρελθόντος, του παρόντος. Συμπλέκεται συνεχώς σε διάλογο με αυτό το «άλλο» και αλλοιώνεται, σε αμφιβολία και κρίση. Ακόμη πιο πολύ: Είναι σε αέναο πόλεμο με το άλλο, νικάει, νικιέται, μεταμορφώνεται.
Αυτή η παλινδρομική κίνηση εμπλουτίζει εξαιρετικά το θυμικό και πνευματικό πεδίο και διατυπώνει το κεντρικό αίτημα: Την βαθιά επιθυμία της κατάκτησης, και της απόλαυσης του κόσμου αλλά και των άλλων ανθρώπων μαζί. Που βέβαια ναυαγεί συνεχώς και προσφέρει τον άξονα και τον τίτλο: Έρως και θυμός – 7 θυμοί. Θυμοί από τον ίδιο και από τους ήρωές του, γιατί ο κόσμος και οι άλλοι δεν κατακτώνται τελικά ποτέ, δεν παραδίδονται τελικά ποτέ. Επιθυμίες, κινήσεις κι ύστερα ανατροπές, διαψεύσεις, αποτυχίες, προσδοκίες, που συσσωρεύονται και εντείνονται ως την έκρηξη.
Επιθυμία του παντός, λοιπόν, έρως γλυκός και κατόπιν κοφτερός σαν μαχαίρι. Που ανοίγει όμως τα μάτια, τις αισθήσεις, το σώμα, το συναίσθημα, το μυαλό.
Ο ήρωας, ο Πέτρος, και μέσα του βέβαια και παντού γύρω συγχρόνως, ο Βούπουρας, βλέπει, ακούει, καταγράφει, επηρεάζεται, θυμάται, αναπαράγει, με όρεξη φοβερή, που δεν καταλαγιάζει ποτέ. Ο εραστής είναι σχεδόν εμμονικά ο τρομερά διαφορετικός, ο μυστηριακός μουσουλμάνος Άραβας. Διαφορετικός άνθρωπος, όψη, σώμα, DNA, θρησκεία, πολιτισμός, όλα. Περιγράφει, λοιπόν, ανιχνεύει, συγκρούεται, εξιχνιάζει ή και όχι έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο.
Δίπλα του, πίσω του, στο παρελθόν, στο παρόν του, οι άλλοι, οι εκτός του ερωτά του. Φίλοι, γνωστοί, γνωστοί γνωστών, συγγενείς, τυχαίες συναντήσεις, η στενή οικογένεια, μάνα πατέρας, άνθρωποι και γεγονότα λογιών-λογιών. Οι ιστορίες τους από τα πάθη της φυλής μας, οι πατρίδες, συχνά μακρινές, χαμένες. Το παράξενο και το οικείο συμπλέκονται, πολλές φορές απρόβλεπτα, με χρώμα, με γιορτή, με χαρά ή πένθος. Μια ανεξάντλητη πινακοθήκη. Η πολυπολιτισμική ανακάλυψη, η αποκάλυψη, τελικά το θάμβος. Μέσα σ’ όλα διακρίνεται το πάθος, αυτό κυριαρχεί, και η διεκδίκηση της ζωής, ο έρως ως διαρκής πόλεμος, ατελείωτες νίκες και ήττες, έρως ως την επιβολή, την παράδοση, την πτώση, ακόμη και ως το θάνατο.
Εδώ συναντούμε τον Προυστ. «Η αντίληψη είναι μια ψευδαίσθηση αληθινή» έχει πει ο Ιππόλυτος Ταίν. Ό,τι υπάρχει για μένα είναι γιατί το θυμάμαι. Παρατηρεί λοιπόν, ο Βούπουρας και θυμάται τα πάντα. Τα δικά του βιώματα και τα αφηγημένα βιώματα των άλλων. Από πόλεις και χωριά, από την Ιστορία, ή το σήμερα, από ανθρώπους ντόπιους ή ξενιτεμένους, με βιώματα του μόχθου, βιώματα σκληρά και μεστά, με παιδικές αναμνήσεις.
Όλα αναδύονται συνεχώς και πυκνά, από μικρά κίνητρα ή ερεθίσματα, με συνειρμούς, όπως στον Προυστ με το μπισκοτάκι στο τσάι. Οι ιστορίες έχουν ενάργεια, επιγραμματικότητα και διαφυλάσσουν το ιδιαίτερο γλωσσικό και εκφραστικό ιδίωμα των ηρώων τους. Κάτι παραπάνω. Υπαινίσσονται μια στάση ζωής, μια υπόσταση, μια αξία, κάτι σαν απλό, πολύτιμο πρόταγμα. Η λαϊκή ζωτικότητα και το λαϊκό ήθος είναι αξίες που εδραιώνονται βήμα-βήμα. Μια επιβλητική σειρά από ανθρώπινα πορτραίτα ξεδιπλώνεται. Έτσι όπως εκτυλίσσεται το βιβλίο και η ταινία, Βλέπουμε τον δημιουργό, που ενώ σκάβει το αβυσσαλέο εγώ, αντιλαμβάνεται ότι η ατομική ψυχή εκπορεύεται και στηρίζεται από τη συλλογική ψυχή, όπως τη σχηματίζουν η επίδραση της γης, του κλίματος, της θρησκευτικής και πολιτισμικής παράδοσης και η ζωντανή μνήμη.
Μέσα από αυτό το ατελεύτητο ταξίδι και άνοιγμα, από τον εαυτό του προς τους άλλους, ο Βούπουρας, στήνει βαθμιαία, και χωρίς να διαφαίνεται επίμονα η πρόθεσή του, στήνει και ξεδιπλώνει μια πλατιά κοινωνική ηθογραφία. Η οποία παρουσιάζεται αποσπασματική, χωρίς σύστημα, σαν θραύσματα. Λανθάνει, όμως μια βαθύτερη διάθεση νοηματοδότησης από τον Βούπουρα.
Τελικά, αισθάνεσαι ότι σχηματίζεται, ψηφίδα-ψηφίδα ένα γοητευτικό και σημαντικό πανόραμα, μια ανθρωπογεωγραφία, που εξακτινώνεται προς το παρελθόν, κι από τον διάσπαρτο ελληνισμό, προς τον γύρω κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου. Η ματιά του είναι διαυγής, επιμελής, λιτή, επαρκής, ρεαλιστική. Το βλέμμα και η μνήμη εκφράζει μια ηθική στάση και επιλογή. Ενώ μοιάζει να εκθέτει ντοκιμαντερίστικα δεδομένα, πίσω τους αναζητεί, έστω μάταια, μια αιτιότητα των ανθρώπινων πράξεων και διαδρομών, ίσως και μια αιτιότητα τη μοίρας Η ακατάπαυστη κινητικότητα ψάχνει απεγνωσμένα κάποια μακρινή αλήθεια. Χωρίς να το επιδεικνύει, ο Βούπουρας είναι έτσι ένας λαϊκότροπος κοινωνικός ρεαλιστής και μοραλίστας.
Όμως, σε κάθε φάση, σε κάθε στιγμή, αναδύεται το εγώ. Ισχυρό εγώ, που καταθέτει και τα όνειρά του, στο ίδιο επίπεδο με τα πραγματικά βιώματα. Ξεπροβάλλει η ενδοσκόπηση, η καταγραφή των μαιάνδρων, των συνεχών αντιφάσεων του εγώ, στη σιδερένια μέγγενη του έρωτα και του σεξουαλισμού. Έτσι έχουμε μπροστά μας και κάτι άλλο από τον κοινωνικό ρεαλισμό. Έχουμε και ένα ρεαλιστικό ψυχογραφικό μυθιστόρημα.
Και τότε η μνήμη προικίζει τις καταγραφόμενες βιωματικές στιγμές με αλήθεια και μαγεία, γιατί τις διηθεί αποτελεσματικά. Το ψηφιδωτό παίρνει σιγά-σιγά μορφή και υπόσταση. Ο έρως, στο κέντρο, η συγκολλητική δύναμη εκπέμπει φως και φωτιά, θεός και τύραννος. Έρως ορμή και παλινδρόμηση, παράδοση και αμφιβολία, ζηλοτυπία, βασανισμός, προσφορά και θυμός.
Ο δημιουργός ακολουθεί το αόρατο μονοπάτι. Πίσω από την εναντιωμένη επιθυμία και τον επισφαλή ή μάταιο έρωτα ανατέλλει η εφαρμοσμένη, και ενσαρκωμένη μνήμη, που αντιμάχεται την αποστέρηση. Η τέχνη. Η τέχνη του λόγου και η τέχνη της εικόνας του σινεμά. Ο δημιουργός διασώζει έτσι τον εαυτό του και τον κόσμο από τον ωκεανό της λησμονιάς.

Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, 14.02.1015