ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ // ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

Εκείνος δε τρέμοντας, και ενώ έγινε έκθαμβος, είπε: Κύριε,
τι θέλεις να κάνω; Και ο Κύριος του είπε: Σήκω, και μπες
μέσα στην πόλη, και θα σου λαληθεί τι πρέπει να κάνεις.

 

Γράφει ο Σαρτρ στις Λέξεις: «παρατήρησαν ορισμένοι, εδώ και μερικά χρόνια, πως τα πρόσωπα των θεατρικών έργων και των μυθιστορημάτων µου παίρνουν τις αποφάσεις τους απότομα κι ύστερα από ξαφνική κρίση, και πως μια στιγμή είν’ αρκετή, για παράδειγμα, για ν᾿ αλλάξει γνώμη και να «προσηλυτισθεί» ο Ορέστης στις “Μύγες”. Ναι, που να πάρει ο διάβολος: κάνω τα πρόσωπα των έργων µου κατ’ εικόνα και ομοίωση του εαυτού µου· όχι όπως είμαι, βέβαια, αλλ’ όπως θα ήθελα να είμαι».
Πράγματι, ο ξένος κι ο ανέστιος Ορέστης από ένα αρχικό κι απόλυτο (και σε μεγάλο βαθμό προ-αποφασισμένο) «ήλθον, είδον και απήλθον» στρέφεται μέσα σε λίγους μόνο στίχους προς ένα θριαμβικό, μα αμήχανο είναι αλήθεια, «veni, vidi, vici». Από το αδιατάρακτο «έλα, αν με αγαπάς· ας φύγουμε μαζί» με το οποίο απαντά ως Φίληβος στην αγωνιώδη έκκληση της Ηλέκτρας για έναν αδερφό τιμωρό, φτάνει με μια εντυπωσιακή σε ταχύτητα κυβίσθηση, ως άλλος Άμλετ που ακούει στα αυτιά του το κάλεσμα του Πατέρα, να απαντά: «Ορκίζομαι στο πνεύμα του πατέρα μου Αγαμέμνονα: Είμαι ο Ορέστης».
Ο αρνητής, ο αποστάτης, ο δίχως ταυτότητα φυγάς βλέπει αίφνης ολόρθο εμπρός το κέλευσμα της κληρονομιάς, και ανατείνοντας τη χείρα την αναλαμβάνει και επωμίζεται, ως άξιος κληροδόχος, τη νέα του ταυτότητα -μαζί και το σύνολο των κριμάτων της πόλης- ως «κλέφτης των τύψεων», ως «άρχων των μυγών». Ο Ορέστης αποφασίζει να ξεπληρώσει την οφειλή του, όπως βέβαια αυτός ο ίδιος την ερμηνεύει.
Ο Σαρτρ, στο παραπάνω απόσπασμα από τις Λέξεις, φαίνεται να αποζητά για τον εαυτό του την πυγμή, την αποφασιστικότητα και ικανότητα του ήρωα να ορίζει ενεργητικά, ως κυρίαρχο υποκείμενο, τη μοίρα του, δίνοντας ωστόσο λίγη σημασία στο μουλωχτή πολύσημη λεξούλα που γλιστρά στην γραφίδα: conversion, ήτοι «μεταστροφή», «προσηλυτισμός». O Ορέστης, ως άλλος Σαούλ προσηλυτίζεται, ολοκληρώνει τη μεταστροφή του (accomplisse sa conversion), υπακούοντας στο κάλεσμα του πατέρα, του αίματος, της αδελφής, του Άργους, στο κέλευσμα του Άλλου.
Και ίσως η επιλογή αυτής της συγκεκριμένης λέξης από τον Σαρτρ (ως προς τη ρητή του αξίωση να έχει την αποφασιστικότητα των ηρώων του), μοιάζει με νήμα που υπονομεύει τις αποφάσεις τους, με ξέφτι που εξέχει ήδη εκεί από μόνο του, έτοιμο να μετατρέψει την επιθυμία του συγγραφέα σε λαχτάρα: καθότι το «προσηλυτίζομαι», «μεταστρέφομαι» παραπέμπει μάλλον σε μια παθητικότητα παρά σε μια ενεργητικότητα.
Σε αυτό το σημείο μας ας ακολουθήσουμε τον Ζακ Ντεριντά σύμφωνα με τον οποίο δεν στεκόμαστε ποτέ απέναντι στην κληρονομιά ως ελεύθερα υποκείμενα: «αυτό που χαρακτηρίζει την κληρονομιά είναι κατ’ αρχάς το γεγονός ότι δεν την επιλέγουμε, αυτή είναι που μας διαλέγει βιαίως», όπως θα πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του. Αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται απόσειση ευθυνών· αντιθέτως επιβάλλει ένα χρέος δράσης στη συγκυρία. Ο Ορέστης καλείται, μέσα σ’ αυτήν την παθητικότητα της πρόσληψης, να μην παραλύσει αλλά να δράσει, επανεπικυρώντας την κληρονομιά του Πατέρα του: να εξετάσει αυτή την κληρονομιά, να την φιλτράρει, να της προσδώσει περιεχόμενο (που έτσι και αλλιώς δεν είναι παγιωμένο και περιχαρακωμένο, απολύτως υπολογίσιμο και πλήρως περιγράψιμο στη λεπτομέρειά του). «Η επανεπικύρωση αυτή, που ταυτοχρόνως συνεχίζει και διακόπτει, προσομοιάζει, το λιγότερο, σε μια εκλογή, σε μια διαλογή, σε μια απόφαση. Τη δική μας αλλά και του άλλου: υπογραφή αντί υπογραφής». Και ο Ορέστης αποφασίζει ότι για να τιμήσει την κληρονομιά του Αγαμέμνονα πρέπει να σκοτώσει τον Αίγισθο και την μητέρα του Κλυταιμνήστρα.
Η απόφαση επιστρέφει επομένως, αλλά από την πίσω πόρτα αυτή τη φορά, παροπλισμένη καθότι ετερόνομα καθορισμένη, εξ ου παθητική. Ο Ορέστης καλείται να σταθμίσει (και ενδεχομένως να θυσιάσει κάτι από το περιεχόμενο της κληρονομιάς) και η απόφασή του συνεπάγεται μια απεριόριστη ευθύνη, την ευθύνη των συνεπειών των πράξεών του. Για τελευταία φορά ο λόγος στον Ντεριντά: «Η παθητική απόφαση, όρος του συμβάντος, είναι πάντοτε μέσα μου, δομικά, μια άλλη απόφαση, μία απόφαση που σχίζει ως απόφαση του άλλου. Του απολύτου αλλού μέσα μου, του αλλού ως το απόλυτο που αποφασίζει για μένα μέσα μου. Απόλυτα μοναδική κατ’ αρχήν, σύμφωνα με την πιο παραδοσιακή έννοιά της, η απόφαση δεν είναι μόνο πάντοτε κατ’ εξαίρεσιν, αποτελεί εξαίρεση του εγώ μου. Μέσα μου. Αποφασίζω, αποφασίζω για μένα, και μάλιστα κυριαρχικά, θα πρέπει να σημαίνει το εξής: ο άλλος από εμένα, το άλλο-εγώ ως άλλος και ως άλλος από εμένα αποτελεί ή αποτελώ εξαίρεση του ιδίου. Ως υποτιθέμενος γνώμονας κάθε απόφασης, αυτή η κανονική εξαίρεση δεν απαλλάσσει από καμία ευθύνη. Ως υπεύθυνος για το εγώ μου ενώπιον του άλλου, πρωτίστως είμαι επίσης υπεύθυνος για τον άλλον ενώπιον του άλλου […] αυτή η ετερονομία δεν αντιφάσκει αλλά ανοίγει την αυτονομία στον ίδιο τον εαυτό της, απεικονίζει τον χτύπο της καρδιάς της».
Βέβαια θα μπορούσαμε να διαγράψουμε όλα τα πάνω με μια μονοκοντυλιά με το να υποστηρίξουμε πώς ο ήρωας στη μοναδική πράξη που σηματοδοτεί τη νέα του ταυτότητα, επιλέγει να την απορρίψει καταφεύγοντας στη γνώριμη, μόνη και ολόδική του φυγή. Καμία μεταστροφή, καμία απόφαση. Ο Ορέστης του τέλους είναι ο Ορέστης της αρχής.

Μελέτης Λάμπρου