ΣΟΦΟΚΛΗ ΑΙΑΣ
από τον θίασο ΔΡΟΜΟΣ ΜΕ ΔΕΝΤΡΑ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση Νικολέττα Φριντζήλα
Σκηνοθεσία Μάρθα Φριντζήλα
Μουσική Βασίλης Μαντζούκης, Θεανώ Μεταξά
Σκηνικός χώρος Βασίλης Μαντζούκης
Σχεδιασμός φωτισμού Felice Ross
Βοηθός Φωτιστής Σοφία Αλεξιάδου
Βοηθός Σκηνοθέτη Δέσποινα Τσαφίτσα
Φωτογραφίες Ορφέας Εμιρζάς
Video Άρις Ζάγκλης
ΔΙΑΝΟΜΗ
ΑΙΑΣ Άθως Δανέλλης
ΤΕΚΜΗΣΣΑ Μαρία Κεχαγιόγλου
ΤΕΥΚΡΟΣ Γιώργος Φριντζήλας
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Φοίβος Συμεωνίδης
ΝΑΥΤΗΣ Μιχάλης Πανάδης
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τάσος Δημητρόπουλος
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Τάνια Παπαδοπούλου
ΕΥΡΥΣΑΚΗΣ Θεανώ Μεταξά
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Πάνος Μητρόπουλος
ΑΘΗΝΑ Ανανιάδη Νεφέλη, Ασημάκου Κατερίνα, Γρατσία Ντούνια, Διαλούπη Μαρία, Κάκκινου Σμαράγδα, Καντούρη Κάτια, Κιουπάκη Ελίνα,Σακέττα Σοφία, Μπάλλα Βάσια, Μπάρτζου Μαριάννα, Μπάτσιου Χριστιάνα, Νασιοπούλου Ιωάννα, Παριανού Χρύσα, Παπακωνσταντίνου Στέλλα, Παρασκελίδου Δήμητρα, Πίκουλα Χρυσάνθη, Πολυχρόνη Βίκυ, Santarelli Federica, Σακκούλη Ελένη, Σμέτη Βιβή, Τσαφίτσα Δέσποινα, Τσορτέκη Σοφήλια.
ΝΑΥΤΕΣ Κοτίδης Ιωάννης, Καλιότσος Μιχάλης, Ίσαρης Παναγιώτης, Ξιάρης Ανδρέας, Γιώργος Κατσής, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μελέτης Λάμπρου, Βασίλης Δημόπουλος, Χάρης Μακαρούνας.
Η σκηνή του Αίαντα: ένα δικαστήριο.
Ένα δικαστήριο που θα κρίνει με αγώνα λόγων, τη ζωή ή το θάνατο ενός ήδη μη ζωντανού, και κατόπιν, στην ίδια αίθουσα, το δίκαιο ή μη της ταφής ενός ήρωα.
Όμως της διπλής αυτής κρίσης προηγήθηκε μια άλλη δίκη, η κρίση των όπλων ενός άλλου νεκρού, του Αχιλλέα, του μοναδικού δικαστή που θα μπορούσε πραγματικά και δίκαια να κρίνει τον άξιο να πάρει τα όπλα του. Κι αυτό ο Αίας το ξέρει:
“Εάν ο Αχιλλέας ζωντανός,
έμελλε αυτός να κρίνει τα ίδια του τα όπλα,
και να τα δώσει ανταμοιβή
στον πιο ανδρείο απ’ όλους
άλλος κανένας δε θα τα ’πιανε στα χέρια του,
μονάχα εγώ”
Τώρα ο καιρός της δικαίωσης έχει παρέλθει, η καταδικαστική απόφαση εναντίον του ήρωα έχει ήδη ανακοινωθεί. Η ζωή του έχει κριθεί, πριν καν ξεκινήσει το δράμα. Ό,τι ήταν κάποτε ο Αίας έχει πια σβήσει. Ο κώδικάς τιμής που υπηρετεί απαιτεί καθαρά πλαίσια, σαφείς διαχωρισμούς, αυστηρή ιεραρχία: Τώρα αυτός, ο θρασύς, ο γενναιόψυχος, ο άτρομος, ο παντοδύναμος έγινε περίγελως του στρατεύματος, έρμαιο μιας θεάς. Τώρα ο αυτάρκης, ο ανεξάρτητος, το έρκος των Αργείων πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στο σιχαμένο ψίχουλο του στρατού. Στερνοί συνομιλητές του τα βουερά περάσματα της θάλασσας, τα σπήλαια του πελάγου, και προπάντος η πολιτεία της Τροίας, μοναδικός μάρτυρας της ανδρείας του. Όπως ο Αχιλλέας, προδομένος από «συμμάχους», εύχεται μόνο το χαμό των Ατρειδών, των πρώην φίλων.
Όπως ο μεγάλος του εχθρός, ο Έκτορας, θέλει να αποχαιρετήσει το γιο του και να συνεχίσει στον δρόμο του θανάτου.
Σκιά του εαυτού του, νεκρός, εμφανίζεται στη σκηνή, και κανένα επιχείρημα σε αυτό το δικαστήριο-παρωδία δεν μπορεί να τον πείσει να επιστρέψει στη ζωή.
Η Τέκμησσα προσπαθεί. Επιχειρηματολογεί, όχι με ρητορικά τερτίπια αλλά βαθιά και ειλικρινά, αγγίζοντας, λες, τα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης και ουσίας. Ζωή σημαίνει μεταβολή. Επιβίωση σημαίνει προσαρμογή. Η δική της δικαιοσύνη βασίζεται στην αυτογνωσία που φέρνει το βίωμα, εδράζεται στην ευγνωμοσύνη, απαιτεί συγχώρεση, ταπεινότητα και ευχαριστία, αντί για εκδίκηση και τιμωρία. Η ίδια της η ζωή ακλόνητο παράδειγμα: από βασίλισσα έγινε σκλάβα, ο εχθρός έγινε φίλος της, ο φονιάς του πατέρα της έγινε πατέρας του παιδιού της. Μα είναι πολύ αργά για να την νιώσει, παρερμηνεύει τα λόγια της, τα διαστρεβλώνει, τα προσαρμόζει στα έτοιμα σχήματά του. Η απόφαση του ήρωα είναι ειλημμένη και δεν αλλάζει. Ο Αίας στην αλήθεια της απαντά με λόγια, ωραία λόγια, κούφια λόγια, ψεύτικα λόγια.
Μα ο απατηλός λόγος του, έξοχο δείγμα της παραπλανητικής δύναμης της ρητορικής, δικαιώνει την Τέκμησσα. Ο άτεγ-κτος, θρασύς και πάντα ειλικρινής Αίας, έστω για μια στιγμή, μαλακώνει τα λόγια του και, για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του, ξεχνώντας τον Αχιλλέα που έλεγε «Ότι μου είναι εχθρός, όσο του Άδ’ οι πύλες, κείνος που κρύβει άλλο στον νουν και άλλο στο χείλος έχει”, καταφεύγει σε δολερό τέχνασμα και τους ξεγελάει όλους.
Και η δίκη ξαναρχίζει. Με διαφορετικό επίδικο.
Μάρτυρας κατηγορίας ο Μενέλαος. Το επιχείρημα απλό και αναντίρρητο. Ο Αίας είναι εχθρός, ο Αίας είναι προδότης. Ο εχθρός διώκεται, η προδοσία τιμωρείται. Η εξουσία βασίζεται στο δέος, το φόβο και την ντροπή. Ο Αίας θα μείνει άταφος, απόφαση ανωτέρων, και οι κατώτεροι οφείλουν να την αποδεχτούν.
Προς υπεράσπιση του Αίαντα έρχεται ο Τεύκρος, που όπως κι ο αδελφός του, αισθάνεται ταπεινωμένος, ντρέπεται τον πατέρα του και την επιστροφή στη Σαλαμίνα, αναπολεί το «φιλικό» δώρο του εχθρού Έκτορα και νιώθει τους συμμάχους Ατρείδες εχθρούς. Αναλάμβανοντας την υπεράσπιση του Αίαντα, υιοθετεί ως ένα βαθμό την οπτική και τα επιχειρήματά του: Ο Μενέλαος δεν αναγνωρίζεται ως ανώτερος, οπότε η βούληση και η εξουσία του δεν μπορεί να επιβληθεί.
Δεύτερος μάρτυρας κατηγορίας, ο Αγαμέμνονας. Συνεχίζει την επιχειρηματολογία του Μενελάου, αμφισβητώντας την ευγένεια και θίγοντας την καταγωγή του Τεύκρου, κάνει λόγο όμως για πλειοψηφία και τονίζει πως η εξουσία ασκείται με φρόνηση, όχι με τη δύναμη. Ο Τεύκρος απαντάει: Γενεαλογικά είναι ανώτερος του Αγαμέμνονα κι επιπροσθέτως, ο Αγαμέμνων είναι ένας δειλός που οφείλει τη ζωή του στον Αίαντα.
Αδιέξοδο. Κανείς δεν υποχωρεί. Κι όλοι έχουν δίκιο από την πλευρά τους. Ηρθε η ώρα που τα λόγια και τα επιχειρήματα τελειώνουν και το λόγο, μοιραία, παίρνει η βία.
Μα καταφθάνει, ως απο μηχανής θεός ο Οδυσσέας, να αποδεχτεί συγκαταβατικά το δίκαιο όλων, να τιμήσει και τις δυο πλευρές, να μιλήσει, όπως και η Τέκμησσα, για συγχώρεση και γενναιοδωρία, για ισότητα, μεγαλοκαρδία, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, και να αποδεσμεύσει το ανθρώπινο συμφέρον από το άμεσο και πρόσκαιρο όφελος. Δεν επικαλείται θρησκευτικά ή νομικά επιχειρήματα, δεν υψώνει τους τόνους όπως οι προηγούμενοι αντίδικοι, δεν βγαζει λόγο: Σε αυτό το debate, ως εξωτερικός αμερόληπτος παρατηρητής-θεατής επεμβαίνει για να πει το αυτονόητο. Ενας νεκρός εχθρός δεν είναι εχθρός, είναι νεκρός άνθρωπος. Κι η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή. Αλλωστε, όπως αναγνώρισε από την αρχή, “δεν είμαστε όσοι ζούμε παρά μονάχα είδωλα και μια κούφια σκιά”
Ο Σοφοκλής στήνει ένα δικαστήριο, όπου τελικά, δίνεται η μάχη ανάμεσα στη βροντόφωνη δύναμη της πειθούς και των ρητορικών επιχειρημάτων και την αθόρυβη δύναμη της ανθρωπιάς.